εντρέχεια

εντρέχεια
ἐντρέχεια, η (AM)
1. άσκηση, δεξιότητα, ικανότητα για κάτι
2. φρ. «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα
3. γεν. ένστικτο
4. τρόπος επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῡ φοίνικος», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐντρεχείᾳ — ἐντρεχείᾱͅ , ἐντρέχεια skill fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρέχεια — skill fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρεχείας — ἐντρεχείᾱς , ἐντρέχεια skill fem acc pl ἐντρεχείᾱς , ἐντρέχεια skill fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρέχειαν — ἐντρέχεια skill fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντρεχής — ἐντρεχής, ές (AM) 1. ικανός, επιδέξιος, γοργός, οξύνους, έτοιμος για κάτι («ὅς ἄν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεχές η εντρέχεια. επίρρ... έντρεχώς με επιδέξιο τρόπο, γοργά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”